Αναστοχασμός – Case Study

Η συνεδρία που θα περιγράψω αφορά ένα περιστατικό που έβλεπα για πάνω από ένα χρόνο.  Η συγκεκριμένη θεραπευόμενη είναι 23 χρονών κι είχε αρχικό αίτημα τη σχέση της με τον πατέρα της περισσότερο,  μιας κι έχουν χωρίσει οι γονείς της όταν ήταν 11 χρονών.  Εκείνη ζει με τη μητέρα της, τον βλέπει τακτικά αλλά νιώθει απόμακρη και θυμωμένη μαζί του, ειδικά όταν της βρίζει τη μητέρα της, κάτι που κάνει τακτικά.   Στη συγκεκριμένη συνεδρία που θέλω να περιγράψω, ήρθε θυμωμένη με τον πατέρα της, λέγοντας μου ότι το Σάββατο που είχαν βγει κι ενώ εκείνος ήρθε με νεύρα για την τωρινή του σχέση, κατέληξε να βρίζει πάλι τη μητέρα της στο άσχετο και παρουσία ενός ζευγαριού φίλων του, κι η ίδια αποσυνδέθηκε, δεν άκουγε τι έλεγε σαν άμυνα για μην απαντήσει.  Αρκετές στιγμές στη συνεδρία αυτή την αισθάνθηκα να σιωπά και μαζί μου, να μοιάζει αμήχανη ή φοβισμένη στο να μου μεταφέρει ακριβώς τα συναισθήματά της.

Τ ο μόνο σίγουρο είναι ότι οι θεραπευτές πρέπει να έχουν συνεχώς στο μυαλό τους τι αισθήματα τους προκαλούν οι θεραπευόμενοι & ταυτόχρονα το εντελώς αντίστροφο τι επιρροή ασκούν οι ίδιοι πάνω στους θεραπευόμενους. Όσον αφορά ειδικά αυτό το δεύτερο, είναι βέβαιο ότι οι θεραπευόμενοι αναζητούν θεραπεία για να ανακουφιστούν από τον πόνο αρχικά αλλά μπορεί να απολαμβάνουν το ασταμάτητο νοιάξιμο και απλά την καθησυχαστική παρουσία του υπερπροστατευτικού στα μάτια τους θεραπευτή και έτσι να νιώθουν ότι θεραπεύονται χωρίς να πάρουν αποφάσεις. Αντιλαμβάνομαι ότι με τη συγκεκριμένη θεραπευόμενη έχοντας «συμμαχήσει» στη σιωπή, την άφηνα να ανακουφίζεται από τον πόνο της χωρίς να παρεμβαίνω θεραπευτικά.

Ε γκλωβισμένη σ’ ένα βαθμό στη δική μου αντιμεταβίβαση σιωπής, που ψάχνοντάς το, είχε να κάνει και με δικές μου μεγάλες περιόδους που σιώπησα στην οικογένεια μου την πατρική, γι’ αυτά που είχα πονέσει, έχασα την πεποίθηση μου που λέει κι ο Yalom για τον σύντομο χρόνο στο φως, το φως που πρέπει να γευτούμε για το πολυτιμότερο αγαθό που είναι η ζωή, με συμπόνια και αλήθεια για τον εαυτό μας και όλα τα άλλα ανθρώπινα πλάσματα.

Μ ελετώντας αργότερα ενδελεχώς τη συγκεκριμένη συνεδρία αλλά και το περιστατικό, αντιλαμβάνομαι ότι «νιώθω μαζί» και όχι «νιώθω για», είναι κάτι που ξεχωρίζει την ενσυναίσθηση από τη συμπόνια, τη λύπηση, τη φροντίδα, το ενδιαφέρον και τους παρόμοιους όρους οι οποίοι υπονοούν ένα βαθμό αμυντικής απόστασης από το άτομο που υποφέρει.  Την «ενσυναίσθηση» την χρησιμοποιούμε συνήθως λανθασμένα, με την έννοια της ζεστασιάς, της αποδοχής και των αντιδράσεων συμπάθειας προς τον θεραπευόμενο, ανεξάρτητα από τις συναισθηματικές αντιδράσεις που εκδηλώνει ο τελευταίος.  Κι εγώ δεν αφουγκράστηκα ότι ένιωθα συμπόνια για εκείνη και θυμό για τον πατέρα, οπότε αμυντικά σιωπούσα όπως εκείνη, λόγω και της βαθύτερης δικής μου ταύτισης με σημεία σιωπής της ζωής μου.

Η εύστοχη ενσυναίσθηση, που είναι πάρα πολύ βασικός παράγοντας αλλά έχουμε ξεχάσει πόσο σύνθετη διαδικασία είναι, είναι πραγματικά πολύ δύσκολη.  Να ξέρεις δηλαδή, πώς πραγματικά αισθάνεται ο άλλος και να μην προβάλλεις δικά σου συναισθήματα επάνω του.  Πραγματικά, πόσο εξειδικευμένη είναι η θεραπεία για κάθε θεραπευόμενο, πόσο μοναδική κάθε φορά είναι αυτή η σχέση που πρέπει ο θεραπευτής να προσαρμόζει τη θεραπεία στα μέτρα κάθε θεραπευόμενου.  Έτσι κι αλλιώς οι σύγχρονες θεωρίες, πρακτικές και τεχνικές θεραπείας είναι πάρα πολλές.  Εναπόκειται στον θεραπευτή να αναστοχάζεται κάθε συνεδρία, να μελετά πολλές θεωρίες, να επιμορφώνεται διαρκώς, να έχει εποπτεία, να συνεχίζει το ταξίδι της αυτογνωσίας του, να εξελίσσεται αφουγκράζοντας τον εκάστοτε θεραπευόμενο αλλά και τον εαυτό του κάθε φορά. Σε κάθε συνεδρία, ανοίγονται καινούριοι ορίζοντες και πάντα υπάρχουν κρυμμένα πρίσματα στη θεραπευτική σχέση, που μπορούν να φωτιστούν με διάφορους τρόπους και να κάνουν αυτό το θεραπευτικό ταξίδι μια υπέροχη εμπειρία.